Ποιός Θεός;
Το φεγγάρι απόψε διστάζει να βγει,
και τ’ αστέρια είναι σαν παιδάκια ορφανά, χλωμοκίτρινα,
όμοια με δάκρια αλμυρά που στέγνωσαν κι έγιναν
μικρές ατέλειες στον απέραντο τ’ ουρανού μαύρο καμβά
Το είδα κρυμμένο πίσω απ’ ένα σύννεφο κι άχνιζε σαν μακρινή
πυρκαγιά
το χέρι του έτρεμε καθώς σημείωνε στο δεφτέρι του
όνειρα, ελπίδες, προσευχές και γλυκές προσμονές
Το ‘δα να σβήνει ντροπιασμένο και τ’ άκουσα να μουρμουρίζει
με θυμό,
-σε ποιόν δίκαιο θεό να παραδώσω του πεινασμένου την ευχή,
και πως να του εξηγήσω ότι είναι απλά για μια μπουκιά ψωμί;