Καθεστώτα
Νότες μακρινές από μια σκουριασμένη φυσαρμόνικα
κουβαλούσε στις πλάτες του χθες αργά το δείλης ο αέρας
και μια παρέλαση από ήχους και χρώματα γέμισε τη κάμαρα μου,
ήταν απ’ τους ίσκιους των δολοφονημένων μου αδελφών που
έμειναν άταφοι
κι απ΄ τις φωνές των παιδικών μου φίλων που είναι στις
φυλακές,
στα υπόγεια μπουντρούμια κι οργώνουν τους βράχους με τα
νύχια τους,
των πεινασμένων, των διψασμένων όλου του κόσμου
που δαγκώνουν τις λέξεις και στάζουν αίμα, κι έχουν το
σκοτάδι για φίλο τους,
ήταν απ’ τις κραυγές αυτών που δεν ήξεραν και δεν είχαν ιδέα
από εμβατήρια,
ήρωες, ακάθιστους ύμνους και ιστορία αλλά τους ένωνε η ίδια δίψα
για δικαιοσύνη, κι από φόβο κι άγνοια έστηναν οδοφράγματα κι
έκαναν διαδηλώσεις,
ήταν απ’ το θόρυβο των αργασμένων παλαμών των συντρόφων μου
καθώς με τη σάρκα τους σταματούσαν το βόλι από οπλισμένο χέρι
αδελφικό,
δεν έκλαψα, δύο σταγόνες δάκρυ είναι αρκετά, γιατί καλά το ξέρω
το κλάμα είναι άσκοπη φλυαρία και δυναμώνει τη μοναξιά που
επιβάλλουν των καθεστώτων τα
αιμοσταγή κι απάνθρωπα θηρία.